Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βάσκιοι δεσμαὶ φρυγάνων

См. также в других словарях:

  • φάσκωλος — ὁ, ΜΑ μικρός δερμάτινος σάκος ή τσέπη ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία εμφανίζει επίθημα ωλο (πρβλ. εἴδ ωλο ν). Έχει γίνει προσπάθεια να ερμηνευθεί η λ. με την αναγωγή της σε κάποια ΙΕ ρίζα: κατά μία άποψη, σε ρίζα *bhasko «δεσμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»