-
1 βασκευταί
βασκευταί· φασκίδες, ἀγκάλαι, Id.:—also [full] βάσκιοι· δεσμαὶ φρύγανων, Id. [full] βάσκιλλος· κίσσα, Id. [full] βάσκον· χῶρον, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασκευταί
-
2 βασκευταί
Grammatical information: m.\/f?Other forms: Cf. βάσκιοι δεσμαὶ φρυγάνων H.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.Etymology: The word has been considered Macedonian and cognate with Lat. fascia `binding, Germ. Band'. Szemerényi, KZ 71 (1954) 212f, thought it was Illyrian. φασκίδες would then be the real Greek development. The word seems rather a European substratum word, s. Beekes, 125 Jahre Idg. (2000) 21-31. Not to φάσκωλος.Page in Frisk: 1,224Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βασκευταί
См. также в других словарях:
φάσκωλος — ὁ, ΜΑ μικρός δερμάτινος σάκος ή τσέπη ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία εμφανίζει επίθημα ωλο (πρβλ. εἴδ ωλο ν). Έχει γίνει προσπάθεια να ερμηνευθεί η λ. με την αναγωγή της σε κάποια ΙΕ ρίζα: κατά μία άποψη, σε ρίζα *bhasko «δεσμός … Dictionary of Greek